- ξεΐδρωμα
- τοτο αποτέλεσμα τού ξεϊδρώνω, το σταμάτημα τής εφίδρωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεΐδρωμα — το, ατος απαλλαγή από τον ιδρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)